αγοραπωλησία

αγοραπωλησία
αγοραπωλησία, η και αγοροπωλησία, η
η αγορά και το πούλημα εμπορευμάτων, αξιών ή ακινήτων: Οι αγοραπωλησίες ακινήτων γίνονται πάντα με συμβολαιογράφο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγοραπωλησία — Η πράξη της αγοράς και της πώλησης. Υπάρχουν πολλών ειδών α., αλλά οι πιο αντιπροσωπευτικές του όρου είναι εκείνες που γίνονται στα χρηματιστήρια. Οι κυριότερες είναι: η α. με προθεσμία, η α. επί δώρω, η α. τοις μετρητοίς και η α. σταθερά. Η… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… …   Dictionary of Greek

  • υπερθεματισμός — ο 1. η προσφορά ανώτερης τιμής σε πλειστηριασμό, η υπερθεμάτιση, η πλειοδοσία. 2. (νομ.), έγγραφο σε αγοραπωλησία, με το οποίο όσοι συμβάλλονται επιφυλάσσονται να θεωρήσουν την αγοραπωλησία άκυρη, εάν κάποιος τρίτος προσφέρει ανώτερη τιμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αγοραπωλητής — ο αυτός που αγοράζει και πουλά κάτι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγορά + πωλητής. ΠΑΡ. αγοραπωλησία, αγοραπωλητικός] …   Dictionary of Greek

  • αγοραπωλητικός — ή, ό [αγοραπωλητής] 1. αυτός που αναφέρεται στην αγοραπωλησία 2. αυτός που ασχολείται με αγοραπωλησίες …   Dictionary of Greek

  • αγοροπωλησία — η η αγοραπωλησία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ο αντί τού α στη συλλαβή ρο , γιατί, κατά τον Γ. Χατζιδάκι, το ο θεωρείται ως «το κατ εξοχήν συνδετικόν φωνήεν» στη σύνθεση] …   Dictionary of Greek

  • ακατακύρωτος — η, ο [κατακυρώνω] 1. αυτός που δεν έχει επικυρωθεί με επίσημη πράξη «ακατακύρωτη αγοραπωλησία» 2. που δεν έχει επιδικαστεί οριστικά «ακατακύρωτος πλειστηριασμός» …   Dictionary of Greek

  • αλευροπάζαρο — το τόπος όπου γίνεται αγοραπωλησία αλεύρων, αλευραγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + παζάρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”